- καρσί
- (λ. τουρκ.), επίρρ. τοπ., αντίκρυ, απέναντι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρσί — επίρρ. απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karsi] … Dictionary of Greek
Καρσί — Κᾱρσί , Κάρ experimentum facere in corpore vili masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρσί — κάρ neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARES — I. CARES Statuarius nobilis, Lysippi discipulus. II. CARES fil. habuit Caryassum, qui Cari urbi nomen dedit. Steph. III. CARES pluralis numeri, populi sub Minoe fuerunt, et tunc Leleges dicebantur, et insulas habitabant, sed suâ ditione parum… … Hofmann J. Lexicon universale
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek
καρσινός — ή, ό ο αντικρινός, ο απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρσί + κατάλ. ινός (πρβλ. αντικρι νός, τωρ ινός)] … Dictionary of Greek